συνεταιρισμός

συνεταιρισμός
Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των φιλελεύθερων και δημοκρατικών πολιτειών (δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι). Ανάλογα με τις επιδιώξεις των συγκροτημένων ομάδων διακρίνονται: α) τα σωματεία, με ηθικό ή πολιτικό σκοπό, β) τα συνδικάτα, όργανα αγώνα για την προστασία και την ανάπτυξη επαγγελματικών συμφερόντων, γ) οι εταιρείες, αστικές, με οποιονδήποτε ηθικό σκοπό, που ουσιαστικά δε διαφέρει από των σωματείων, και εμπορικές, κερδοσκοπικές ομάδες συγκέντρωσης κεφαλαίων κυρίως και δ) οι συνεταιρισμοί, υπό στενή έννοια για τους οποίους γίνεται λόγος εδώ. Σ. κατά την ελληνική νομοθεσία, είναι εταιρεία με αριθμό συνεταίρων και κεφάλαιο μεταβλητό, που έχει ως σκοπό τη συνεργασία των εταίρων για την προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων του καθενός από αυτούς. Διαφέρει από το σωματείο, γιατί ο σκοπός του είναι αποκλειστικά οικονομικός· διαφέρει από την εταιρεία, της οποίας το κεφάλαιο ορίζεται σταθερά με το καταστατικό, στις λεγόμενες μάλιστα «προσωπικές» και ο αριθμός και τα πρόσωπα των συνεταίρων, και δεν μπορούν να μεταβληθούν παρά με τροποποίηση του καταστατικού. Αντίθετα, στο σ. ορίζεται βέβαια σταθερά η αξία της κάθε εταιρικής εισφοράς (μερίδας), μπορεί όμως να γίνονται απεριόριστα δεκτά νέα μέλη, άρα και νέες μερίδες που αυξάνουν το κεφάλαιο, και να αποχωρούν ελεύθερα, τα μέλη αναλαμβάνοντας τις μερίδες τους, δηλαδή μειώνοντας το κεφάλαιο. Συγκεκριμένος σκοπός του σ. είναι η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών στους συνεταίρους σε τιμές πιο συμφέρουσες από της αγοράς. Αμέσως, έτσι, διακρίνονται οι σ. σε καταναλωτικούς και παραγωγικούς: ο καταναλωτικός σ. προμηθεύεται τα αγαθά, των οποίων έχουν ανάγκη τα μέλη του, σε μεγάλες ποσότητες, κατά το δυνατόν απευθείας από την παραγωγή, σε τιμή χοντρικής πώλησης ή και ακόμα κατώτερη, στην οποία, με την προσθήκη μικρού ποσοστού, τα μεταβιβάζει στα μέλη. Ο παραγωγικός σ., συγκεντρώνει την παραγωγή των μελών του (αφού τα βοηθήσει με πρώτες ύλες και με μηχανήματα παραγωγής) και μπορεί να διαπραγματευθεί με συμφερότερους όρους τη διάθεση τους στο εμπόριο και στην κατανάλωση. Ιδεώδης είναι η συνεργασία παραγωγικών και καταναλωτικών σ. και μάλιστα σε εθνική ή και διεθνή κλίμακα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, από τη μια εξοικονομείται από τις τιμές, αγοράς ή πώλησης, το τμήμα εκείνο που θ’ αντιπροσώπευε το κέρδος του μεσολαβητού (εμπόρου) προς όφελος των συνεταίρων, και από την άλλη, με την προσθήκη μικρού ποσοστού στις τιμές, δημιουργείται κάποιο κέρδος, που είτε σχηματίζει το αποθεματικό κεφάλαιο του σ., αναγκαίο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς του είτε διανέμεται στα μέλη υπό μορφή μερίσματος, ανάλογου είτε προς τη μερίδα τους είτε προς τη συνεταιριστική τους δραστηριότητα (αριθμό αγορών ή πωλήσεων). Η συνεταιριστική ιδέα, ως ιδέα συνεργασίας και αλληλεγγύης, έχει τις ρίζες της στην Αγγλία, με τις θεωρίες και τις απόπειρες εφαρμογής των Π. Πλοκμπόι (1659), Τ. Μπέλερς (1695), Ρόμπερτ Όουεν (1825, 1832) και Ο. Κινγκ (1828). Πρακτική και βιώσιμη εφαρμογή αποτέλεσε ο σ. των υφαντών της Ρότσντέιλ («Οι δίκαιοι σκαπανείς της Ρότσντέιλ») του 1844, που ιδρύθηκε με εικοσιοχτώ μέλη και με κεφάλαιο εικοσιοχτώ λιρών στερλινών. Σε μισό αιώνα τα μέλη έγιναν δεκαεφτά χιλιάδες, με κεφάλαιο και οικονομικό κύκλο πολλών εκατοντάδων χιλιάδων λιρών. Κατά το υπόδειγμά του ιδρύθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν σ. στην Αγγλία και στη Σκοτία και στις αρχές του 20ού αι., η ένωση τους (Cooperative Union), συγκέντρωνε χίλιους πεντακόσιους ακμαίους σ. Στη Γαλλία υποστήριξαν την ιδέα οι σοσιαλιστές Φουριέ (Phalanstère, 1822), Μπισέ (L’ atelier, 1840), Λ. Μπλανκ (Organisation du travail, 1840), και πρακτική εφαρμογή αποτέλεσαν οι σ. του Μπυσέ και τα εθνικά εργαστήρια (ateliers nationaux), που δεν είχαν μακρά ζωή. Μεγάλη ώθηση δόθηκε στο τέλος του περασμένου και στις αρχές του παρόντος αιώνα, ιδίως με τη θεωρητική κάλυψη του Σ. Ζιντ (σχολή της Νιμ), και μάλιστα στους γεωργικούς σ. (syndicats professionnels και sundicats ouvriers agricoles). Μεγάλη ανάπτυξη πήραν μετά το νόμο του 1894 που οργάνωσε ιδιαίτερα την αγροτική πίστη (caisses locales). Στη Γερμανία η κίνηση φέρει πρώτο το όνομα του Φ. Λασάλ. Οι σ. κατά τα συστήματα X. Σούλτσε (Delitzsch) και Ράιφεζεν πήραν από την αρχική πιστωτική μορφή. Στην Ιταλία η ιδέα οφείλει πολλά στο Λουίτζι Λουτσάτι, με πρώτο πεδίο τη Βενετία και το Μιλάνο· ο Λουτσάτι ακολούθησε το σύστημα Σούλτσε και ίδρυσε λαϊκές συνεταιριστικές τράπεζες, σύντομα όμως, μετά την ενοποίηση της Ιταλίας, αναπτύχθηκαν σ. αγοράς και παραγωγής, καταναλωτικοί και συνεταιριστικής μίσθωσης αγροτικών κτημάτων. Στην Ελλάδα, μετά τη διάλυση του σ. που είχε ιδρυθεί το 1788 στα Αμπελάκια (1811), δεν μπορεί ουσιαστικά να γίνει λόγος για συνεταιριστική κίνηση ως το 1915. Το 1900 ιδρύθηκε ο Μετοχικός γεωργικός σύλλογος στον Αλμυρό, το 1909 η Μεγαρική εταιρεία οίνων, το 1911 το Μετοχικό ταμείο αλληλοβοήθειας Παραχελωίτιδας και άλλοι μικροί γεωργικοί σ. στην Κρήτη, στην Εύβοια, στη Θεσσαλία. Ώθηση στο κίνημα έδωσε ο «περί συνεταιρισμών» νόμος 602 που δημοσιεύτηκε το 1915 και, κατά βάση, ισχύει έως σήμερα. Ο νόμος προβλέπει οργανώσεις πρώτου βαθμού (συνεταιρισμούς), δεύτερου βαθμού (ενώσεις συνεταιρισμών) και τρίτου βαθμού (πανελλήνιες ενώσεις συνεταιρισμών). Διακρίνει τους αστικούς και τους γεωργικούς σ. Τα μέλη των τελευταίων πρέπει να κατοικούν ή να έχουν κτήμα στην περιοχή της έδρας τους. Απαιτεί την κατάρτιση και έγκριση καταστατικού που θα ορίζει: τον σκοπό και τη διάρκεια του σ., τον τρόπο εισόδου και εξόδου των μελών, που πρέπει κατά βάση να είναι τουλάχιστον εφτά, ηλικίας τουλάχιστον δεκαοχτώ ετών, να έχουν απεριόριστη εξουσία να διαθέσουν την περιουσία τους και να μην έχουν ορισμένα κωλύματα, την ευθύνη των συνεταίρων, απεριόριστη (με όλη την περιουσία τους) ή περιορισμένη (ως το ποσό της μερίδας), την εταιρική μερίδα, που δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε μη μέλος, τον τρόπο που θα διοικείται ο σ., τον τρόπο υπολογισμού και διανομής κερδών κ.ά. Ο σ. είναι ως νομικό πρόσωπο, έμπορος και μπορεί να κηρυχτεί σε πτώχευση και εκκαθάριση. Για τα χρέη του μπορούν να προσωποκρατηθούν οι συνέταιροι. Κάθε συνέταιρος μπορεί να αποχωρήσει ένα έτος μετά την είσοδό του, αλλά στο τέλος της εταιρικής χρήσης και να αναλάβει τη μερίδα του αυξημένη κατά το κέρδος η μειωμένη κατά τη ζημία του τελευταίου έτους. Οι σ. μπορούν να ιδρύουν κοινοπραξίες, ακόμα και εμπορικές εταιρείες, για την προώθηση της οικονομίας τους. Το διοικητικό συμβούλιο του σ. εποπτεύεται από το εποπτικό συμβούλιο· οι αστικοί σ. από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, οι γεωργικοί από την Αγροτική Τράπεζα, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας αντιπροσωπεύονται με δύο μέλη. Ο νόμος προβλέπει απαλλαγή από δασμούς για τα είδη (γεωργικά εργαλεία κλπ.) που εισάγονται από γεωργικούς σ. για τις ανάγκες τους. Δεν φορολογείται ως εισόδημα, το τμήμα των κερδών σ. που διανέμεται στα μέλη του. συνεταιρισμός αναγκαστικός. Είναι η υποχρεωτική συνεργασία για την εκπλήρωση σκοπού, καταρχήν κοινής ωφελείας. Κύριο παράδειγμα στην Ελλάδα είναι ο αναγκαστικός σ. ακτημόνων καλλιεργητών, στον οποίο παραδίνεται το κτήμα που θα μοιραστεί στους ακτήμονες για την αποκατάσταση τους, και το διαχειρίζεται ως την πραγματική διανομή του. Υπάρχουν ακόμα οι αναγκαστικοί σ. εγγείων βελτιώσεων, για τη διανομή των νερών και την αποξήρανση υδάτινων επιφανειών, ο σ. των μαστιχοπαραγωγών της Χίου κ.ά.
* * *
ο, Ν
1. ένωση που έχει ως σκοπό την οικονομική, ηθική και κοινωνική πρόοδο των συνεταίρων και στηρίζεται στην αρχή τής ισονομίας και τής συνεργασίας των μελών της (α. «παραγωγικός συνεταιρισμός» β. «καταναλωτικός συνεταιρισμός» γ. «οικοδομικός συνεταιρισμός»)
2. φρ. α) «γεωργικός συνεταιρισμός»
(νομ.) ιδιότυπη εταιρεία που αποτελείται από πρόσωπα ασχολούμενα κατά κύριο ή δευτερεύον επάγγελμα με τη γεωργία, έχει μεταβλητό κεφάλαιο και αριθμό μελών και αποσκοπεί, με την ισότιμη συνεργασία και αμοιβαία βοήθεια τών συνεταίρων, στην εξυπηρέτηση και προαγωγή οικονομικών συμφερόντων τους
β) «πιστωτικός συνεταιρισμός» — συνεταιρισμός ο οποίος σχηματίζεται από ομάδα ανθρώπων με κοινό σκοπό την εξεύρεση και παροχή πιστώσεων στα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεταιρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνεταιρισμός — ο ένωση πολλών ατόμων για κοινές οικονομικές επιχειρήσεις: Ο γεωργικός συνεταιρισμός αυτού του χωριού ίδρυσε βιοτεχνία για την επεξεργασία των προϊόντων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγωγικός — ή, ό [παραγωγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή 2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία») 3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις» (οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή… …   Dictionary of Greek

  • προμηθευτικός — ή, ό / προμηθευτικός, ή, όν, ΝΜ [προμηθεύω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην προμήθεια 2. αυτός που αναλαμβάνει προμήθειες («προμηθευτικό γραφείο) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προμηθευτικά αμοιβή ή κέρδος… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • αβάκα — Φυτό της οικογένειας των μουσιδών, ιθαγενές των Φιλιππίνων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μούσα η κλωστική. Έχει μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία, γιατί από τον κολεό των φύλλων του βγαίνει η λεγόμενη κάνναβις της Μανίλας, κλωστικό υλικό… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κοινάτο — το συνεταιρισμός κτηνοτρόφων για τυροκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κατάλ. άτο, πρβλ. συνδικ άτο, ρηγ άτο] …   Dictionary of Greek

  • κοινόβιος — α, ο (AM κοινόβιος, ον) 1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους 2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν) α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από… …   Dictionary of Greek

  • κοινώνημα — κοινώνημα, τὸ (Α) [κοινωνώ] 1. ανακοινωθέν, ανακοίνωση 2. γνωστοποίηση 3. κοινή επιχείρηση 4. πάπ. συνεταιρισμός για επιχείρηση 5. σημείο εφαρμογής 6. συνάφεια, σχέση 7. στον πληθ. τὰ κοινωνήματα οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”